Συνιστώσες που επηρεάζουν την ενδοοικογενειακή βία
Η βιβλιογραφική επισκόπηση ερευνών που έχουν κατά καιρούς διεξαχθεί αναφορικά με την ενδοοικογενειακή βία, αναδεικνύει συγκεκριμένους δείκτες - παράγοντες που φαίνεται να ενοχοποιούνται σε κάποιο βαθμό για την εμφάνιση ή την κλιμάκωση της καταχρηστικής συμπεριφοράς.
Η κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών θεωρείται αιτιολογικός παράγοντας αναφορικά με την πρόκληση οικονομικών και συναισθηματικών προβλημάτων στην οικογένεια. Σε κάποιες οικογένειες που υπάρχει εξάρτηση από ουσίες, η βία αποτελεί συχνά απαντώμενη συμπεριφορά, ενώ η ίδια η εξάρτηση χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για την κακοποίηση, η οποία απαγορεύεται από τις κοινωνικές νόρμες και αξίες [1].
Το αλκοόλ, παρά την αντίθετη άποψη πολλών επιστημόνων, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην εκδήλωση της βίας, επισπεύδοντας το αποτέλεσμα και μεγεθύνοντας το καταστρεπτικό αποτέλεσμα. Ακόμη «κι ένα– δύο ποτά» μπορούν να αυξήσουν τα συναισθήματα εκνευρισμού και καχυποψίας, καθώς και μια απώλεια του ελέγχου των παρορμήσεων. Η χρήση του ποτού συμβάλει μεταξύ των άλλων στο να αναστέλλονται οι άμυνες με αποτέλεσμα κάτω από συνθήκες μέθης ευνοείται η προβλητική ζηλοτυπία. Αν οι καταστρεπτικοί καβγάδες και η εχθρότητα στην ερωτική σχέση αποδίδονται ως ένα βαθμό στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά ή και στα δύο, η αποτοξίνωση νομίζω είναι επιβεβλημένη.
Έρευνα κατέδειξε ότι, ένα αυξημένο ποσοστό συντροφικής βίας (58%), έλαβε χώρα νυκτερινές ώρες, που είτε το ζευγάρι είχε βγει για διασκέδαση, είτε επέστρεφε ο σύζυγος από κατ’ ιδίαν διασκέδαση. Τα ποσοστά αυτά αυξάνουν σαββατοκύριακα και γιορτές, οπότε το οινόπνευμα φαίνεται να παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στους καβγάδες και τη βία.
Η κατάχρηση αλκοόλ ή/και ναρκωτικών ουσιών, αποτελεί ίσως μύθο για την εμφάνιση καταχρηστικής συμπεριφοράς. Η κατάχρηση ουσιών αποτελεί βασικό δείκτη επιθετικής συμπεριφοράς του άνδρα έναντι της συζύγου/συντρόφου του. Ωστόσο, δεν έχει αποδειχθεί ότι perse ενοχοποιείται για τη βίαιη συμπεριφορά. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για τις ανεπιθύμητες βιαιοπραγίες, αλλά επί της ουσίας δεν αποτελεί αιτία της άσκησής τους.
Η παθολογική ενασχόληση με τα τυχερά παιχνίδια, αντιμετωπίζεται σήμερα, ως μία σοβαρή διαταραχή που καταστρέφει όχι μόνο το άτομο που επιδίδεται σ’ αυτό, αλλά και τους ανθρώπους με τους οποίους αυτό σχετίζεται στενά. Από το 1989, Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, έχει αναγνωρίσει την παθολογική ενασχόληση με τα τυχερά παιχνίδια σαν μια ασθένεια παρορμητικού ελέγχου. Πρόκειται για μια ασθένεια που είναι χρόνια και προοδευτική. Το παρήγορο στην περίπτωση αυτή είναι ότι μπορεί να διαγνωσθεί και να θεραπευτεί.
Κάθε άτομο, έχει βασικές συναισθηματικές ανάγκες για αγάπη, αποδοχή, αναγνώριση και αυτοεκτίμηση. Όταν οι ανάγκες αυτές δεν ικανοποιούνται, το άτομο βιώνει αισθήματα ανεπάρκειας, απόρριψης, και αδυναμίας να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της ζωής. Οι περισσότεροι αναφέρουν[2] ότι, μεγάλωσαν με όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα και ότι όταν έπαιζαν και κέρδιζαν, είχαν τη δυνατότητα να «αγοράζουν» φίλους, αγάπη και αυτοεκτίμηση. Τα κέρδη τους έδιναν αυτή τη δύναμη να νοιώσουν ισχυροί και παντοδύναμοι.
Ο παθολογικός «τζόγος», επηρεάζει τους παίκτες, τις οικογένειες τους, τους εργοδότες τους και την κοινωνία ολόκληρη. Το πάθος τους εξαθλιώνει και καθώς βρίσκονται στη φάση εξάρτησης, αφιερώνουν ελάχιστο ή και καθόλου χρόνο στις οικογένειες τους. Δαπανούν δε, περισσότερα από όσο αντέχει ο οικογενειακός προϋπολογισμός, σε σημείο μάλιστα, να φθάνουν στο σημείο να εκποιούν , μερικές φορές, όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία , ακόμη και να διαπράττουν κλοπή μέσα στο ίδιο τους σπίτι και γενικά το πάθος, επηρεάζει αρνητικά κάθε πτυχή της ζωής τους.
Στη φάση της ήττας και φυσικά των οικονομικών απωλειών, καυχιούνται συχνά για τις επιτυχίες του παρελθόντος, παίζουν μόνοι τους, σκέφτονται περισσότερο χρόνο τη χαρτοπαιξία και δανείζονται χρήματα με κάθε πρόσφορο τρόπο (θεμιτό ή όχι). Απάτες και υπεξαιρέσεις στα ταμεία των επιχειρήσεων είναι συνήθης σ’ αυτούς τους ανθρώπους οι οποίοι είναι ικανοί (έχουν καταγραφεί τέτοια περιστατικά) να εξωθήσουν τις συντρόφους, ακόμη και τις συζύγους τους στην πορνεία. Αρχίζουν να λένε ψέματα στις οικογένειες και στους φίλους τους και γίνονται περισσότερο ερειστικοί, ανήσυχοι και μοναχικοί. Η οικογενειακή τους ζωή γίνεται τραγική, οι καυγάδες και η βία σε βάρους κυρίως της συζύγου, που κάνει απέλπιδα προσπάθεια να τον σταματήσει από την καταστροφική του συνήθεια.
Σχετικά με το χρόνο, πολλοί καβγάδες και επεισόδια γίνονται απογευματινές ώρες μετά την επιστροφή από την εργασία. Ο σύζυγος αγχωμένος από τα προβλήματα, φορτωμένος με απογοητεύσεις, αποτυχίες και επαγγελματικές απορρίψεις προσπαθεί «να αφήσει τα προβλήματα στη δουλειά-γραφείο». Υποτίθεται αλλά δεν τα καταφέρνει και αυτό είναι φυσικό. Αντί να τα συζητήσει, κάτι βέβαια που είναι ξένο στο ρεπερτόριο του και να ηρεμήσει, έρχεται «φορτωμένος» με αυτά τα αρνητικά συναισθήματα. Απογοήτευση, αίσθημα αποτυχίας, απώλειας ελέγχου κλπ., αποτελούν το φυτίλι σε μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί και εκρήγνυται στην πρώτη παρατήρηση, στο πρώτο οικογενειακό πρόβλημα όποιας μορφής, μεγάλο ή μικρό και ανάλογα με τις ψυχικές του δυνάμεις, ο καυγάς ανάβει με όλα τα αρνητικά αποτελέσματα.
Όταν αυτό διαρκεί επί μακρόν ή είναι ήδη τεταμένες οι σχέσεις οι καυγάδες παίρνουν μορφή καταστρεπτική ικανή για οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Ενώ ο άνδρας μπορεί κάλλιστα να μοιρασθεί τα προβλήματά του με τη σύντροφό του έχοντας ένα φυσικό σύμμαχο, τα «αφήνει» στο γραφείο και «κουβαλάει» το θυμό του. Φοβούμενος ότι θα «πέσει» στα μάτια της γυναίκας με το να αναφέρει τις αποτυχίες και τις απογοητεύσεις του και ενώ εκείνη είναι πάντα έτοιμη να του σταθεί και να ανέβει στην εκτίμησή της, το αποφεύγει και τσακίζεται στα μάτια της συντρόφου του μεταφέροντας θυμό και βία.
Θεωρούμε σκόπιμο να επισημάνουμε ότι η αναφορά των παραπάνω παραγόντων δεν είναι γενικεύσιμη, υπό την έννοια ότι δεν σηματοδοτεί την εμφάνισή τους σε κάθε περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας. Περισσότερο θα μπορούσαν να θεωρηθούν ενδεικτικοί της αλληλεπίδρασης μεταξύ των επεισοδίων βίας και των παραμέτρων που παρεμβάλλονται στα τελευταία, καθώς συναντώνται συχνά στις οικογένειες (πυρηνικές και οιωνοί), στις οποίες εμφανίζεται καταχρηστική συμπεριφορά.
[1] Βάσω Αρτινοπούλου, Ενδοοικογενειακή Κακοποίηση Γυναικών, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2006
[2] Εκτεταμένη έρευνα που πραγματοποίησε το Ελληνικό Κέντρο Διαπολιτισμικής Ψυχιατρικής και Περίθαλψης, σε συνεργασία με το καζίνο Λουτρακίου, Μάρτιος 2002.
Του Βασίλη Γατσά, Αντιστρατήγου της ΕΛ.ΑΣ ε.α., Διδάκτορα Εγκληματολογικής Ψυχολογίας